καταγράψει

καταγράψει
καταγράφω
scratch
aor subj act 3rd sg (epic)
καταγράφω
scratch
fut ind mid 2nd sg
καταγράφω
scratch
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βούλγαρης, Παντελής — (Αθήνα 1940 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης στη Φίνος Φιλμ σε περισσότερες από 30 ταινίες. Εξαιρετικές υπήρξαν οι δύο πρώτες, μικρού μήκους ταινίες του, Κλέφτης… …   Dictionary of Greek

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • Αμιέλ, Ανρί Φρεντερίκ — (Henri Frédéric Amiel, Γενεύη 1821 – 1881). Ελβετός γαλλόφωνος συγγραφέας. Αφού έζησε μερικά χρόνια στο εξωτερικό (Ιταλία, Γερμανία), ξαναγύρισε στη Γενεύη όπου το 1849 έγινε καθηγητής της αισθητικής και το 1854 καθηγητής της φιλοσοφίας στο… …   Dictionary of Greek

  • Άρνιμ, Άχιμ φον- — (Achim von Arnim, Βερολίνο 1781 – Βίιπερσντορφ 1831). Γερμανός συγγραφέας. Απόγονος Πρώσων βαρόνων, σπούδασε μαθηματικά, φυσική και χημεία στο Χάλε και το Γκέτινγκεν, όμως αφιερώθηκε αργότερα στη λογοτεχνία. Συγγραφέας παραμυθιών και δραμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • Βαγιάν, Σεμπαστιάν — (Sebastien Vaillant, 1669 1722). Γάλλος βοτανολόγος. Από πολύ μικρός –8 ετών– έδειξε ενδιαφέρον για τη βοτανική, αλλά ο πατέρας του τον υποχρέωσε να μάθει μουσική, τομέα στον οποίο έκανε εκπληκτικές προόδους. Ήδη σε ηλικία 11 ετών, αντικαθιστούσε …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”